- ὑδρόμφαλος
- ὑδρ-όμφᾰλος, ον,A suffering from ὑδρόμφαλον, Id.14.786.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υδρόμφαλος — ο / ὑδρόμφαλος, ον, ΝΑ (στην αρχ. το ουδ. ως ουσ.) υγρός όγκος σχηματιζόμενος από συσσώρευση ορού στον σάκο ομφαλοκήλης ή στον υπομφάλιο συνδετικό ιστό αρχ. αυτός που παρουσιάζει υδρωπικία στην ομφαλική χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ὀμφαλός] … Dictionary of Greek
ὑδρόμφαλοι — ὑδρόμφαλος suffering from masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρόμφαλον — umbilical hernia neut nom/voc/acc sg ὑδρόμφαλος suffering from masc/fem acc sg ὑδρόμφαλος suffering from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… … Dictionary of Greek
υδρόμφαλον — τὸ, Α βλ. ὑδρόμφαλος … Dictionary of Greek